Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λούντολφ ντε Γιονγκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λούντολφ ντε Γιονγκ
Γέννηση1616[1][2][3]
Ρότερνταμ
Θάνατος1679[1][2][3]
Ρότερνταμ
Χώρα πολιτογράφησηςΟλλανδική Δημοκρατία
Ιδιότηταζωγράφος[4] και πολιτικός
Είδος τέχνηςπροσωπογραφία
Σημαντικά έργαPortrait of Jan van Nes (1631-80). Vice admiral of Holland and West-Friesland, Portrait of Aletta van Ravensberg (1635-77). Wife of Jan van Nes και The fox hunt
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Λούντολφ ντε Γιονγκ (ολλανδικά: Ludolf Leendertsz de Jongh, Όφερσχι, 1616 - Χίλλεχερσμπερχ, 1679 - την εποχή εκείνη Όφερσχι και Χίλλεχερσμπερχ ήταν δύο γειτονικά χωριά πολύ κοντά στο Ρόττερνταμ[5]) ήταν Ολλανδός ζωγράφος της Χρυσής Ολλανδικής Εποχής στη ζωγραφική. Ήταν ζωγράφος με ευρεία θεματολογία, σε σημείο που ορισμένοι πίνακές του είχαν αποδοθεί σε άλλους καλλιτέχνες, επιπλέον καθώς πολλά έργα του είναι ανυπόγραφα και το ύφος του άλλαζε συχνά, ακολουθώντας τις εκάστοτε τάσεις της ολλανδικής ζωγραφικής.[6]

Ο ντε Γιονγκ πιθανότατα γεννήθηκε στο Όφερσχι το 1616. Πατέρας του ήταν ο Λέιντερτ Λέιντερτς (Leendert Leendertsz.), βυρσοδέψης, υποδηματοποιός και πανδοχέας. Ο Λούντολφ εκπαιδεύτηκε στη ζωγραφική από τρεις επιφανείς καλλιτέχνες της εποχής, όπως αναφέρει και ο Άρνολντ Χαουμπράκεν: Στη ρωπογραφία και στην τοπιογραφία από τον Κορνέλις Σαφτλέφεν στο Ρόττερνταμ, στη ρωπογραφία και τις προσωπογραφίες από τον Αντόνι Παλαμέντες στο Ντελφτ και από τον Γιαν φαν Μπάιλερτ στην Ουτρέχτη. Ο Μπάιλερτ ανήκε στην ομάδα καλλιτεχνών που, επηρεασμένοι από τον Καραβάτζο, επονομάστηκαν Καραβατζιστές της Ουτρέχτης.[5][7][6][8] Σύμφωνα με τον Χαουμπράκεν, ο Σαφτλέφεν τον δίδαξε και σχέδιο (είναι γνωστά αρκετά σχέδια του ντε Γιονγκ), ενώ ο Παλαμέντες δεν του έδινε μεγάλη προσοχή, αν και η επιρροή του είναι πολύ εμφανής στο έργο του ντε Γιονγκ ιδιαίτερα στις ρωπογραφίες των δεκαετιών 1630 και 1640 και στις προσωπογραφίες της δεκαετίας του 1650.[7] Ταχεία πρόοδο σημείωσε ο ντε Γιονγκ μαθητεύοντας με τον Μπάιλερτ, του οποίου το ύφος είναι ιδιαίτερα εμφανές στα έργα του ντε Γιονγκ, ιδιαίτερα σε αυτά που απεικονίζουν "χαρούμενες συντροφιές" και δημιουργήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1640.[7]

Όταν ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του και μετά τις 11 Οκτωβρίου 1635, οπότε είχε καταγραφεί στο Ρόττερνταμ, πραγματοποίησε ταξίδι στη Γαλλία (Παρίσι), μαζί με κάποιον Frans Bacon όπου παρέμεινε επί επτά έτη, ως το 1642[7], χωρίς, όμως, να είναι γνωστό κανένα έργο του εκείνης της περιόδου.[5] Στο Ρόττερνταμ επανήλθε όταν έμαθε ότι η μητέρα του ήταν σοβαρά άρρωστη, φθάνοντας στην πόλη πιθανόν στις αρχές του 1643,[7] δημιουργώντας το δικό του εργαστήριο στην πόλη και τα πρώτα του υπογεγραμμένα έργα χρονολογούνται από αυτό το έτος. Σύμφωνα με τον Χαουμπράκεν, μετά το ταξίδι του είχε μάθει γαλλικά τόσο τέλεια, ώστε οι γονείς του χρειάστηκε αρχικά να καλέσουν διερμηνέα και στη συνέχεια να μάθουν κι εκείνοι κάποια γαλλικά, ώστε να συνεννοούνται μαζί του.[7]

Στις 4 Φεβρουαρίου 1646 ο ντε Γιονγκ νυμφεύτηκε την Αντριάνα Πίτερς Μοντάχνε (Adriana Piters Montagne) από το Σχόονσχόφεν (Schoonshoven), της οποίας ο πατέρας διατηρούσε γνωριμίες με επιφανείς αξιωματούχους των πόλεων απ' όπου προέρχονταν τόσο η νύφη όσο και ο γαμπρός. Οι γνωριμίες αυτές επέφεραν τον διορισμό του καλλιτέχνη ως "ταγματάρχη" της πολιτοφυλακής, από το 1652 ως το 1664. Το 1652 ο καλλιτέχνης δανείστηκε το ποσόν των 5.600 γκίλντερς από τρεις επιφανείς πολίτες και αγόρασε μια οικία στη Hoogstraat του Ρόττερνταμ.[7] Ως μέλος της πολιτοφυλακής, ο ντε Γιονγκ πληρωνόταν από την πόλη και είχε αρκετές αρμοδιότητες που τον απασχολούσαν από την καλλιτεχνική του ενασχόληση. Ζωγράφισε, ωστόσο, αρκετά ομαδικά πορτρέτα της πολιτοφυλακής, τα οποία σήμερα έχουν χαθεί. Από το 1659 ως το 1651 διετέλεσε επικεφαλής ενός οίκου ευγηρίας, ενώ το 1665 ανέλαβε καθήκοντα Schout (ένα είδος "σερίφη" και δημοσίου κατηγόρου) στο Χίλλεχερσμπερχ, όπου μετακόμισε και διέμεινε εκεί ως το 1769, έτος του θανάτου του.[7] Παράλληλα, ήδη από το 1660 παρατηρήθηκε μια ύφεση στην καλλιτεχνική του παραγωγή, η οποία οφείλεται στα ποικίλα καθήκοντα που είχε αναλάβει.[6]

Το έργο του ντε Γιονγκ εμφανίζει ισχυρή επιρροή από τη Σχολή των Καραβατζιστών της Ουτρέχτης, ιδιαίτερα από αυτό του Γιάκομπ Ντουκ (Jacob Duck). Κατά τη δεκαετία του 1650 θεωρούνταν ο επιφανέστερος ζωγράφος στο Ρόττερνταμ και πειραματίστηκε με ποικίλες καινοτομίες στην προσωπογραφία της εποχής.[5] Ο καλλιτέχνης είναι, επίσης, γνωστός για τις απεικονίσεις αυλών και κήπων, που προσομοιάζουν πολύ με τα τελευταία έργα του Πίτερ ντε Χόοχ. Οι απεικονίσεις αυτές αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι εύποροι Ολλανδοί έμποροι έγιναν αριστοκράτες κατά το τελευταίο τμήμα του 17ου αιώνα, ιδιαίτερα μετά τη γαλλική εισβολή του 1672.[9]

Οι περισσότεροι πίνακες του καλλιτέχνη δημιουργήθηκαν κατά τη διαμονή του στο Ρόττερνταμ, μεταξύ 1642 και αρχών της δεκαετίας του 1660. Κατά τη διάρκεια αυτής της εικοσαετίας ο ντε Γιονγκ εξέλιξε τη θεματογραφία του, από σκηνές με χωρικούς, ταβέρνες και δωμάτια της εθνοφυλακής σε κομψά, ακόμη και "αριστοκρατικά" θέματα, τα περισσότερα από τα τελευταία φαίνεται να τα ζωγράφισε στο Χίλλεχερσμπερχ.[5] Το ενδιαφέρον του για την εξέλιξη της ολλανδικής ζωγραφικής αποτυπώνεται στις προσωπογραφίες του: Έγιναν περισσότερο εκφραστικές, ο χώρος είναι σαφέστερα καθορισμένος, ενώ σημαντικό ενδιαφέρον επέδειξε και στη χρήση του φωτός. Τα έργα αυτά επηρέασαν σαφώς τον κατά 13 έτη νεότερό του Πίτερ ντε Χόοχ.[6] Από τα πλέον πρωτοποριακά πορτρέτα του θεωρείται το αγόρι με σκύλο (1661, σήμερα στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βιρτζίνια, Ρίτσμοντ). Τα έργα του ντε Γιονγκ επηρέασαν σημαντικά τον ντε Χόοχ, ωστόσο αργότερα ο ντε Γιονγκ επέδειξε σημαντική ανταπόκριση στις ανανεωτικές ιδέες του νεότερου καλλιτέχνη.[7]

Ζωγράφισε, επίσης, σημαντικό αριθμό τοπίων με ζώα και μορφές, κυρίως σκηνές κυνηγίου, με κομψούς εφίππους και κυνηγετικούς σκύλους, ενώ είναι γνωστά και κάποια έργα του με μυθολογικό περιεχόμενο. Οι κυνηγετικές σκηνές του θυμίζουν παλαιότερους ή συγχρόνους του καλλιτέχνες, όπως οι Νικολάες Μπέρχεμ, Φίλιπς Βάουβερμανς και Ντιρκ Στόοπ, καθώς και του συμπολίτη του Χέντρικ Χόντιους.[7]

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 122690784. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. 2,0 2,1 «Ludolf de Jongh». Biografisch Portaal. 01056452.
  3. 3,0 3,1 «Ludolf de Jongh». (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 500025439.
  4. (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 2  Νοεμβρίου 2017. 500025439. Ανακτήθηκε στις 22  Μαΐου 2021.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 «Jean Moust, about Ludolf de Jongh». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουνίου 2017. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 «Getty Museum: Ludolf de Jongh». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουνίου 2017. 
  7. 7,00 7,01 7,02 7,03 7,04 7,05 7,06 7,07 7,08 7,09 Walter A. Liedke, Dutch Paintings in the Metropolitan Museum of Art, εκδ. The Metropolitan Museum of Art, New York, σελ. 337 κ.ε.
  8. Ludolf de Jong biography in De groote schouburgh der Nederlantsche konstschilders en schilderessen (1718) υπό Άρνολντ Χαουμπράκεν, επιμέλεια από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη για την Ολλανδική Λογοτεχνία.
  9. «Royal Collection Trust, A formal Garden: three Ladies surprised by a Gentleman». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουνίου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Vermeer and The Delft School, a full text exhibition catalog from The Metropolitan Museum of Art, which contains material on Ludolf Leendertsz de Jongh

Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Ludolf de Jongh στο Wikimedia Commons